- ἀκτήμων
- ἀκτήμωνwithout propertymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακτήμων — ( ονος), ον (Α ἀκτήμων) (συνήθως το άρσ. ως ουσιαστικό) νεοελλ. 1. αυτός που δεν είναι κάτοχος κτηματικής περιουσίας 2. (Αγροτ. Νομοθ.) «ακτήμονες καλλιεργητές» καλλιεργητές ξένων αγροτικών κτημάτων, κολλήγοι αρχ. αυτός που δεν έχει περιουσία ή… … Dictionary of Greek
Ιωάννης ο Ακτήμων — (John Lackland, Οξφόρδη 1167 – Νιούαρκ 1216).Βασιλιάς της Αγγλίας (1199 1216). Τελευταίος γιος του Ερρίκου B’ και της Ελεονόρας της Ακουιτανίας, δεν πήρε μερίδιο κατά τη διανομή των πατρικών κτήσεων· σε αυτό οφείλεται και η προσωνυμία του. Αν και … Dictionary of Greek
ἀκτήμονα — ἀκτήμων without property neut nom/voc/acc pl ἀκτήμων without property masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκτημονέστατος — ἀκτήμων without property masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκτημόνων — ἀκτήμων without property gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκτήμονας — ἀκτήμων without property masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκτήμονες — ἀκτήμων without property masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκτήμονι — ἀκτήμων without property dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκτήμονος — ἀκτήμων without property gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκτήμοσι — ἀκτήμων without property dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)